μελίχρουν

μελίχρουν
μελίχρους
honied
masc/fem acc sg
μελίχρους
honied
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μελίχρους — ουν (ΑM μελίχρους και μελιτόχρους ουν και οος, οον, Α και μελλίχρους, ουν, Μ και μελίχροιος, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, μελίχρωμος, μελής μσν. μελαχρινός αρχ. 1. αυτός που έχει παρασκευαστεί από μέλι ή που έχει γλυκαθεί με μέλι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”